- παραβγάζω
- παράβγαλα, παραβγάλθηκα, παραβγαλμένος1. παράγω, εξάγω περισσότερα απ' όσα πρέπει ή περιμένει κανείς: Βγάζει ο τόπος τούτος καπνά; Βγάζει και παραβγάζει. – Είπαμε να βγάλουμε λίγο πιο έξω το μπαλκόνι του σπιτιού, μα εσύ το παράβγαλες.2. συνοδεύω για λίγο αυτόν που αναχωρεί, προπέμπω: Οι χωρικοί παράβγαλαν το νομάρχη ως έξω από το χωριό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.